- προχαλκευω
- προχαλκεύωπρο-χαλκεύωзаранее ковать, готовить меч
(προχαλκεύει Αἶσα φασγανουργός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(προχαλκεύει Αἶσα φασγανουργός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προχαλκεύω — ΝΑ νεοελλ. επινοώ από πριν («προχαλκευμένες κατηγορίες») αρχ. (κυριολ. και μτφ.) χαλκεύω, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο («προχαλκεύει δ Αἶσα φασγανουργός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
προχαλκεύει — προχαλκεύω forge beforehand pres ind mp 2nd sg προχαλκεύω forge beforehand pres ind act 3rd sg προχαλκεύω forge beforehand pres ind mp 2nd sg προχαλκεύω forge beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεχαλκευμένοι — προχαλκεύω forge beforehand perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)